-
1 ξηροτέρα
ξηροτέρᾱ, ξηρόςdry: fem nom /voc /acc comp dualξηροτέρᾱ, ξηρόςdry: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ξηροτέρᾱͅ, ξηρόςdry: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 ξηροτέρᾳ
Βλ. λ. ξηροτέρα -
3 ξηρότερα
ξηρόςdry: neut nom /voc /acc comp pl -
4 ξηροτέρας
ξηροτέρᾱς, ξηρόςdry: fem acc comp plξηροτέρᾱς, ξηρόςdry: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
5 ξηροτέραν
ξηροτέρᾱν, ξηρόςdry: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
6 ξηροτέραις
ξηρόςdry: fem dat comp plξηροτέρᾱͅς, ξηρόςdry: fem dat comp pl (attic) -
7 ξηρός
A dry, opp. ὑγρός, of a dried-up river, Hdt.5.45 ;χειμάρρους ξηροὺς ὕδατος Arr.An.4.3.2
;ἠὴρ ξ. Hdt.2.26
;ξ. ἄνεμος Ar. Nu. 404
;ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν A.Th. 696
;ὀμμάτων ξ. κόραι E.Or. 389
; μέτρα ξ. τε καὶ ὑγρά dry and liquid measures, Pl.Lg. 746d ; ὕλη αὔη καὶ ξ. ib. 761d ; ξ. γάλα, i.e. ripe cheese, Eust.1001.51 (cf. περίξηρος) ; so τυρὸς ξ., opp. τυρὸς χλωρός, Antiph.133.7, cf. Philox.3.8; ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν on solid food, i.e. cereals, E.Ba. 277 ; καρπὸς ξ., i.e. cereal, opp. κ. ξύλινος, produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, Pl. Criti. 115b ;ξ. χόρτος
hay,PPetr.
3p.181 (iii B.C.) ; φοῖνιξ ξ. dried dates, PSI1.33.14 (ii A.D.); ξ. καρποί, opp. οἶνος, ἔλαιον, Arr.Epict.2.23.5 ; ξ. πυρίαι applications of dry heat, Hp.Acut.21, Archig. ap. Gal. 12.621 ; cf. ξηροπυρία. Adv. by the use of dry powder,Hp.
Epid. 6.3.13 (s.v.l.).2 of bodily condition, withered, lean, ;ξηρὸς ὑπαὶ δείους Theoc.24.61
;ξ. κοιλίη
costive,Hp.
Aph.2.20.3 of the voice, cf. ξηρόφωνος.II fasting: hence, generally, austere, (lyr.); of persons, Antiph.16 ; harsh, opp. ἡδύς, E.Andr. 784 (lyr.).2 metaph., of style,πραγματεία ἀτερπὴς καὶ ξ. Epicur.Fr. 505
(p.358 U.);τὸ ξ.
aridity,Demetr.
Eloc. 238 ; of critics,ξηροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες AP11.322
(Antiphan.).III as Subst. ἡ ξηρά (sc. γῆ), dry land, opp. ὑγρά, X.Oec.19.7 (also [comp] Comp. ξηροτέρα γῆ ib.6), cf. Ev.Matt.23.15, etc. ;τὸ ξηρόν Hdt.2.68
; ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν to leave the ships aground, Th.1.109 ;ναῦς ἐς τὸ ξ. ἐξωθεῖν Id.8.105
; τὸ ξ. τοῦ ποταμοῦ the part of its bed left dry, X.Cyr. 7.5.18: for Theoc.1.51 v. ἀκράτιστος.2 ξηρά, ἡ, in a bath-house, room for dry heat, POxy.2145.12 (ii A.D.).
См. также в других словарях:
ξηροτέρα — ξηροτέρᾱ , ξηρός dry fem nom/voc/acc comp dual ξηροτέρᾱ , ξηρός dry fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρᾳ — ξηροτέρᾱͅ , ξηρός dry fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρότερα — ξηρός dry neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρας — ξηροτέρᾱς , ξηρός dry fem acc comp pl ξηροτέρᾱς , ξηρός dry fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέραν — ξηροτέρᾱν , ξηρός dry fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το … Dictionary of Greek
ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)